Κοινωνιολογία και Εκπαίδευση: Θεωρία και Έρευνα

Παναγιώτης Ε. Γιαβρίμης

 

Α΄ Έκδοση

 

Εκδότης: Μπένου Ε.
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Αριθμός σελίδων: 512
Κωδικός ISBN: 978-960-359- 177-1
Διαστάσεις: 17 × 24 εκ.
Κωδ. Εύδοξος: 112694246

Η απαρχή των κοινωνιολογικών θεωριών ανευρίσκεται στο 18ο αιώνα και η εκπαίδευση εντάσσεται ως ιδιαίτερο πεδίο μελέτης μόλις το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η Κοινωνιολογία ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων και της κοινωνικής διάδρασης ομάδων και ατόμων μιας κοινωνίας. Είναι ένα επιστημολογικό εγχείρημα που έρχεται αντιμέτωπο με τα ζητήματα ανάλυσης και ερμηνείας της συμπεριφοράς των κοινωνικών υποκειμένων. Το αντικείμενο της Κοινωνιολογίας καλύπτει ένα εξαιρετικά μεγάλο φάσμα που εκτείνεται από την ανάλυση των σύντομων συναντήσεων ατόμων στον δρόμο μέχρι τη διερεύνηση των παγκόσμιων κοινωνικών διαδικασιών (Giddens, 2009: 50).

Η Κοινωνιολογία και η κοινωνιολογική σκέψη βρήκαν πρόσφορο έδαφος μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και την αλλαγή της κοινωνικής οργάνωσης, η οποία διαμόρφωσε νέες κοινωνικές μεταβλητές ανασχημάτισε τους κοινωνικούς θεσμούς και διαμόρφωσε νέες κοινωνικές συνθήκες και καταστάσεις για τα κοινωνικά υποκείμενα. Η κοινωνία που προήλθε από αυτές τις αλλαγές αποτέλεσε αντικείμενο κοινωνικής έρευνας και ανάλυσης. Το κύριο μέλημα της Κοινωνιολογίας είναι να χαρτογραφήσει τους μετασχηματισμούς που σημειώθηκαν στο παρελθόν και να καταλάβει ποιοι είναι οι κύριοι άξονες των εξελίξεων οι οποίες συντελούνται σήμερα (Giddens, 2002: 19). Η Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (ΚτΕ) ως κλάδος της Κοινωνιολογίας προσεγγίζει την εκπαίδευση ως ένα θεσμό, που επηρεάζεται από τους κοινωνικούς παράγοντες και τις κοινωνικές διαδικασίες. Διαμορφώνει θεωρητικά πλαίσια ερμηνείας των εκπαιδευτικών προβλημάτων στηριζόμενη σε εννοιολογικά και εμπειρικά δεδομένα, αναδεικνύοντας μελλοντικές προοπτικές, εκτός από λύσεις, ως πρόταγμα της εκπαιδευτικής πολιτικής και της καθημερινής σχολικής πρακτικής (Young, 2008). Τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με την προσέγγιση, που υπήρχε για την εκπαίδευση, πριν την εμφάνιση της ΚτΕ, όπου η εκπαίδευση εξεταζόταν ως μια μοναδική οντότητα με ψυχοπαιδαγωγικές και διδακτικές, κυρίως, διαστάσεις, κάτι, που καθόριζε τόσο τις χρησιμοποιούμενες πρακτικές μέσα στο σχολικό πλαίσιο και γενικότερα στην αγωγή, όσο και τη λειτουργία της εκπαίδευσης σε σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ως κλάδος της Κοινωνιολογίας, η ΚτΕ, άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του ΄60. Αρκετοί σημαντικοί θεωρητικοί της κοινωνιολογίας είχαν ενσωματώσει στις αναλύσεις τους παλιότερα την εκπαίδευση ως ένα σημαντικό κοινωνικό θεσμό (Durkheim, Marx, κ.ά.), χωρίς όμως να υπάρχει μια αυτόνομη και ιδιαίτερη θεωρητική ή/και ερευνητική προσέγγιση του θεσμού αυτού. Σημαντικοί παράγοντες, που οδήγησαν στην ανάδειξη της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης ως επιστήμης ήταν: α) η έντονη κριτική, που δέχτηκε το σχολείο, καθώς αμφισβητήθηκε η ποιότητα της προσφερόμενης εκπαίδευσης, αλλά και η κοινωνική και η εκπαιδευτική ισότητα, που επαγγελόταν, β) τα ερευνητικά δεδομένα (Coleman et al., 1966. Jencks et al., 1972), όπου λαμβάνονταν υπόψη μεταβλητές, που σχετίζονταν με τα δημογραφικά στοιχεία των γονέων, της φυλής, της περιοχής κ.ά., ανέδειξαν τη σημαντικότητα των κοινωνικών δυνάμεων, που επηρεάζουν την εκπαίδευση και διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ΚτΕ, γ) το κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, οι θεωρητικές προσεγγίσεις του Dewey και η κριτική, που ασκήθηκε στο παραδοσιακό δασκαλοκεντρικό σχολείου και τα οποία ανέδειξαν ακόμα περισσότερο τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης. Ο Dewey άσκησε κριτική στον παραδοσιακό τρόπο δασκαλοκεντρικής προσέγγισης της διδακτικής πράξης, που θεωρούσε τον εκπαιδευτικό ως «μεταλαμπαδευτή» γνώσεων και συμπεριφορών και τους μαθητές «άβουλα» υποκείμενα, που υποτάσσονται στη διδακτική και γραφειοκρατική εξουσία του εκπαιδευτικού. Η δασκαλοκεντρική προσέγγιση εστιάζει, κυρίως, σε αναπαραγωγικές διαδικασίες της μάθησης, καταπνίγοντας την καινοτομία και την αυτενέργεια του μαθητή. Ο Dewey εισήγαγε τον όρο «μάθηση μέσω της πράξης» (Learning by doing) και συνέδεσε την εκπαίδευση και το σχολείο με την κοινωνική ζωή και την καθημερινότητα του ατόμου, τονίζοντας τόσο την κοινωνική λειτουργία της εκπαίδευσης, χαρακτηρίζοντας την «όχι ως προετοιμασία για την ζωή, αλλά ως την ίδια την ζωή», όσο και το ρόλο της πράξης και της εμπειρίας των εκπαιδευομένων στη μάθηση (Dewey, 2004. Janesick, 2003. Pappas, 2008), ε) η ανάδειξη, ως κυρίαρχου, του θεωρητικού μοντέλου του δομολειτουργισμού στα ανώτατα ιδρύματα των ΗΠΑ (Banks, 1987), στ) το κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ του δυτικού και ανατολικού μπλοκ για την πρωτοπορία στην τεχνολογική ανάπτυξη και ζ) η κυριαρχία του κεϋνσιανικού μοντέλου, και η εμφάνιση θεωρητικών προσεγγίσεών, όπως αυτής του ανθρώπινου κεφαλαίου, που επεσήμανε τη συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη και στην τεχνολογική κυριαρχία μιας κοινωνίας, συνδέοντας την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την μείωση του ρόλου της χειρωνακτικής εργασίας και την αυξημένη ζήτηση της εξειδικευμένης εργασίας, με την κατοχή μορφωτικού κεφαλαίου (Reid, 1978. Φραγκουδάκη, 1985). Ταυτόχρονα, με τα παραπάνω, παρατηρούνται αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, μείωση του ποσοστού των ανειδίκευτων εργατών στη σφαίρα της παραγωγής, ελάττωση του αγροτικού πληθυσμού και αύξηση των μεσαίων στρωμάτων, ιδιαίτερα στον τομέα παροχής υπηρεσιών.

Η ΚτΕ στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνει ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κοινωνικής οργάνωσης, των διαδικασιών του σχολείου και της εκπαίδευσης, καθώς, επίσης, και του ρόλου των παραπάνω στη διαμόρφωση του νέου κοινωνικού υποκειμένου. Σύμφωνα με τον Ball (2004) ο καθορισμός της ΚτΕ, ως ενός μοναδικού κλάδου της κοινωνιολογίας έχει αρκετές δυσκολίες, κάτι, που έχει σχέση τόσο με την ανάπτυξη της και τις ασυνέχειες της μέσα στο πεδίο της, όσο και με τη σχέση της με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Επί- σης, στα παραπάνω συμβάλλουν η εννοιολόγηση του πεδίου της ΚτΕ, που γίνεται μέσα από διαδικασίες θεωρητικών και ερευνητικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, ο διαχωρισμός σε υποπεδία, αλλά και η μεταμοντέρνα οπτική των κοινωνικών επιστημών, που αυξάνουν τη συνθετότητα της αποσαφήνισης του πεδίου της ΚτΕ.

Μετά την εμφάνιση της ΚτΕ, μια νέα εποχή σηματοδοτείται, όπου η εκπαίδευση μελετάται πλέον ως ένας κοινωνικός θεσμός και η εστίαση αφορά θέματα, που επηρεάζονται από την κοινωνιολογική σκέψη και μέσα από αυτό το πρίσμα προσεγγίζονται οι καθημερινές πρακτικές και τα προβλήματα, καθώς και τα γενικότερα ζητήματα, που αφορούν στις κατευθυντήριες εκπαιδευτικές πολιτικές (Demaine, 2001). Η ΚτΕ διερευνά τις κοινωνικές προϋποθέσεις και τις συνέπειες της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών διαδικασιών, τη διασύνδεσή τους με το υπόλοιπο κοινωνικό σύστημα, την εφαρμογή πρακτικών στην καθημερινή λειτουργία των σχολείων, ενώ θεμελιακό ζήτημα για το νέο κλάδο της Κοινωνιολογίας είναι η αναπαραγωγή των κοινωνικών τάσεων και δυναμικών μέσω της εκπαίδευσης. Τέλος, στα ενδιαφέροντα της ΚτΕ εντάσσονται οι σχέσεις σχολικής επίδοσης και κοινωνικής προ- έλευσης, η ισότητα των ευκαιριών, οι μηχανισμοί κοινωνικής και επαγγελματικής επιλογής, τα αναλυτικά προγράμματα, τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας (εκπαιδευτικοί, μαθητές), αλλά και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, καθώς και η διδασκαλία ως επάγγελμα (Φραγκουδάκη, 1985. Μυλωνάς, 1998. Young, 1998).

Όσον αφορά στην έναρξη της ιστορίας της Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα αυτή τοποθετείται το 1908 με την ίδρυση της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» από τον Παπαναστασίου. Το 1921 κυκλοφορεί το περιοδικό Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, ενώ μετά από περίπου μία 20ετία δημιουργήθηκαν δύο έδρες Κοινωνιολογίας, μία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας το 1929 και μία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης το 1926, οι οποίες καταργήθηκαν μετά την παραίτηση των Ελευθερόπουλου και Κανελλόπουλου. Άλλη μια μορφή στον χώρο της Κοινωνιολογίας είναι ο Σακελλαρίου, όπου το έργο του διαχωριζόταν από τους δύο προηγούμενους γιατί: (α) βασιζόταν σε διδάγματα των κλασικών Ελλήνων φιλοσόφων, (β) στηριζόταν πάνω στην Ψυχολογία, και (γ) προσανατολιζόταν στη βελτίωση της κοινωνίας. Το 1931 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Καραβίδα «Τα Αγροτικά» και το 1934 η μελέτη του Δανιηλίδη «Η Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία», βιβλία τα οποία δεν είναι καθαρά κοινωνιολογικά, αλλά οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι αναγνώρισαν την πρωτοποριακή αξία τους. Τέλος, ο Σκληρός με το βιβλίο του «Τα Σύγχρονα Προβλήματα του Ελληνισμού» υποστήριξε τον αστικό εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό της Ελλάδας από κοινωνιολογική σκοπιά.

Η Ελλάδα μετά τη δεκαετία του 1940 άρχισε να αναπτύσσεται βασικά σε μια κοινωνία υπαλλήλων, οι οποίοι αναζητούσαν μια νέα ταυτότητα μέσα στην κοινωνία, και κατά τη δεκαετία του 1950 βλέπουμε τα πρώτα βήματα, όπου η οικονομική και αστική ανάπτυξη δίνει κάποια ώθηση και στον κοινωνιολογικό προβληματισμό. Τα αίτια της υπανάπτυξης της Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου οφείλονται σε δύο βασικούς λόγους: (α) στην αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, με τη στροφή των νεοελλήνων προς το λαμπρό αρχαίο παρελθόν τους. Την αναζήτηση αυτή της εθνικής μας ταυτότητας την εξυπηρετούσε περισσότερο μια επιστήμη σαν τη Λαογραφία παρά σαν την Κοινωνιολογία, και (β) στην προβληματική της φυγής όπου στην τέχνη και ιδιαίτερα στην ποίηση επικρατούσε η τάση φυ- γής από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το ρεύμα του μαρξισμού, που ήταν τότε ισχυρό, δεν ευνοούσε στην ουσία την ανάπτυξη της Κοινωνιολογίας. Υπήρχε βέβαια και η νεοφιλελεύθερη αστική γενιά του ’30, η οποία αντιτάχθηκε σε κάθε μορφή μυστικισμού. Βέβαια, η δικτατορία του Μεταξά ανέκοψε τον οποιονδήποτε δρόμο ανάπτυξης. Σε έρευνα αναδύονται ως αίτια: (α) η υπανάπτυξη των εκπαιδευτικών μας θεσμών, (β) ο υπανάπτυκτος χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, (γ) οι πολιτικές περιπέτειες της χώρας, (δ) το γεγονός ότι δόθηκε έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη, (ε) η ανάπτυξη μιας ελληνοκεντρικής Κοινωνιολογίας χωρίς συγκρίσεις με άλλες χώρες, (στ) η έλλειψη κινήτρων χρηματοδότησης ερευνών, (ζ) το γεγονός ότι η Κοινωνιολογία αναπτύχθηκε εμπειρικά, (η) η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας στην αρχαία Ελλάδα και η άρνηση αξιοποίησης από την Κοινωνιολογία της Γλωσσολογίας, της τέχνης και της λογοτεχνίας. Έτσι η πλειονότητα των κοινωνιολόγων επιδιώκει ευρύτερους στόχους, κάτι που τους διαφοροποιεί από τους συναδέλφους άλλων χωρών, όπου η Κοινωνιολογία βρίσκεται σε πιο προχωρημένα στάδια ανάπτυξης. Τη δεκαετία του 1960 έχουμε το πρώτο Τμήμα Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα, στο Κολέγιο Deree. Το Κέντρο των Κοινωνικών Αθηνών ιδρύθηκε το 1960, ενώ το 1968 αναδιοργανώθηκε κάτω από το νέο όνομα «Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών».

Η πτώση της δικτατορίας (1974), η έναρξη της μεταπολιτευτικής περιόδου και η είσοδός μας στην ΕΟΚ (1981) ήταν κομβικά ιστορικά σημεία στην ανάπτυξη και νομιμοποίηση της κοινωνιολογικής επιστήμης στον ελλαδικό χώρο. Οι Έλληνες κοινωνικοί επιστήμονες που είχαν φύγει στο εξωτερικό λόγω της δικτατορίας άρχισαν να επιστρέφουν και να αναπτύσσουν δράση στον εγχώριο επιστημονικό χώρο. Μετά τη μεταπολίτευση όλες οι πολιτικές παρατάξεις κατέβαλαν προσπάθειες για ουσιαστική μεταρρύθμιση της ελληνικής παιδείας. Η χούντα των συνταγματαρχών είχε καταλυθεί και στα χρόνια που ακολούθησαν ξεκίνησαν οι διαδικασίες για το ξεκαθάρισμα με το παρελθόν. Η επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία είχε προκαλέσει μια γενικότερη οπισθοδρόμηση της χώρας και κυρίως της ελληνικής παιδείας, η οποία έχρηζε αναδιάρθρωση και για λόγους καθαρά εκπαιδευτικούς.

Τα γενικότερα πλαίσια αυτής της προσπάθειας σηματοδότησαν το νέο σύνταγμα του 1975, το οποίο στο άρθρο 16 μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η παιδεία: «...αποτελεί τη βασικήν αποστολή του κράτους, έχει δε σκοπόν της την ηθικήν, πνευματικήν και φυσικήν αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξην της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών». Επίσης σε αυτό το άρθρο επισημαίνεται ότι

«τα έτη υποχρεωτικής φοιτήσεως δεν δύναται να είναι ολιγότερα των εν- νέα» και «πάντες οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας» (Ευαγγελόπουλος, 1987: 31).

Παράλληλα, το 1975 ιδρύθηκε το «Κέντρο Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης (ΚΕΜΕ)», ενώ στη συνέχεια ψηφίστηκαν δύο νόμοι που αφορούσαν την οργάνωση και διοίκηση της Γενικής Εκπαίδευσης και στην Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση αντίστοιχα (Μπουζάκη, 1991: 113-116). Επισημαίνουμε ότι το 19831984 ιδρύθηκε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Τμήμα Κοινωνιολογίας καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Το 1978 ιδρύεται στην Ακαδημία Αθηνών το «Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας». Αυτό που προξενεί εντύπωση στη μεταρρύθμιση του 1976 ήταν ότι οι συντηρητικές δυνάμεις που κυβερνούσαν τη χώρα –δεδομένου ότι από το 1974 και μέχρι τον Οκτώβριο του 1981 τη διακυβέρνηση είχε αναλάβει το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή– θεσμοθέτησαν αυτά που στο παρελθόν είχαν πολεμήσει, καθώς ήταν αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Η. Ηλιού: «φαίνεται σαν ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι η δεξιά παράταξη εμφανίστηκε να προτείνει τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμήσει μια δεκαετία πριν» (Μπουζάκη, 1991: 116).

Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν την περίοδο 1981-1985 επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές σε θέματα της ελληνικής παιδείας. Το 1983 στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου προβλέπεται τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και μεταπτυχιακό Τμήμα Κοινωνιολογίας. Παρότι οι νόμοι που θεσπίστηκαν αυτή τη χρονική περίοδο δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις επικείμενες κοινωνικές αλλαγές που διαδραματίστηκαν στον ελληνικό χώρο, εντούτοις πολλές από αυτές τις θεσμοθετήσεις ισχύουν μέχρι σήμερα με επίκεντρο τον νόμο πλαίσιο 1286/1982. Ο νόμος αυτός, παρά τις τροποποιήσεις που δέχτηκε και τις συζητήσεις που διεξάγονται μέχρι και σήμερα για τη βελτίωση και ανανέωσή του, αναμφισβήτητα εισήγαγε ένα λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο για τη δομή και τη διοίκηση του πανεπιστημίου.

Επίσης, οι ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, μετά την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία, επέβαλαν τη θεσμική καθιέρωση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, τον εκδημοκρατισμό των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, που αφορούσαν την οργάνωση και διοίκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, την καθιέρωση πανεπιστημιακού ασύλου και εντέλει την απομάκρυνση από πρακτικές που θύμιζαν συντηρητισμό και ολοκληρωτισμό.

Παράλληλα, σχετικά με το μάθημα της «Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης», αυτό εισήχθη στα προγράμματα σπουδών των παιδαγωγικών τμημάτων αρκετά χρόνια μετά την ίδρυση των τριών Τμημάτων Κοινωνιολογίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, με μόνη εξαίρεση την εισαγωγή του μαθήματος αυτού στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το τμήμα το συγκεκριμένο μάθημα άρχισε να διδάσκεται σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Πιο αναλυτικά το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διαθέτει το μάθημα «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» ως μάθημα επιλεγόμενο του Α΄ εξαμήνου από το ακαδημαϊκό έτος 1988-1989. To Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών εισήγαγε το μάθημα «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» ως υποχρεωτικό στον Τομέα Επιστημών Αγωγής κατά το ακαδημαϊκό έτος 1990-1991. Επίσης, το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διαθέτει τα μαθήματα: «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ι», ως υποχρεωτικό μάθημα του Α΄ κύκλου σπουδών από το Β΄ εξάμηνο και άνω, και το μάθημα «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης ΙΙ» ως κατ’ επιλογήν υποχρεωτικό μάθημα του Α΄ κύκλου σπουδών από το Η΄ εξάμηνο και άνω. Τα ανωτέρω μαθήματα εισήχθησαν στο συγκεκριμένο τμήμα κατά το ακαδημαϊκό έτος 1994-1995. Το Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με έδρα τον Βόλο, το οποίο ιδρύθηκε το έτος 1993 και λειτούργησε κατά το ακαδημαϊκό έτος 1998- 1999, διαθέτει το μάθημα «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» ως υποχρεωτικό επιλογής του Δ΄ εξαμήνου, στον κύκλο μαθημάτων Παιδαγωγικά - Κοινωνιολογία του προγράμματος σπουδών του, από το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001.

Τέλος, σε σχέση με τη δομή του βιβλίου στο πρώτο κεφάλαιο αποσαφηνίζεται η έννοια της εκπαίδευσης στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και αναδεικνύονται οι διαστάσεις της συγκεκριμένης έννοιας και οι διαφορετικές θεωρητικές οπτικές της. Επιπλέον, προσεγγίζεται ο εκπαιδευτικός ως δρων υποκείμενο και επαγγελματική κατηγορία. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο αναλυτικό πρόγραμμα και τη σύνδεση του με την εκπαιδευτική πολιτική. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την ανάλυση της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, των ΤΠΕ στην εκπαίδευση, του κοινωνικό κεφάλαιο και της φτώχεια στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται θεωρίες και θεωρητικοί της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης και αναδεικνύονται οι διαστάσεις των ερμηνειών των κοινωνικών και εκπαιδευτικών διαδικασίων στο σχολικό πλαίσιο μέσα από το πρίσμα των βασικών θεωρητικών ρευμάτων της κοινωνιολογίας. Οι προσεγγίσεις των θεωτηρικών ακολουθούν δύο κυρίαρχες τάσεις οι οποίες αποτελούν και ανάλογα παραδείγματα ανάλυσης του κοινωνικού θεσμού της εκπαίδευσης. Η πρώτη αφορά στις προσεγγίσεις, που εντάσσονται σε ένα μακρο-κοινωνιολογικό επίπεδο ανάλυσης, ενώ η δεύτερη τάση αναφέρεται σε αυτές, που προσεγγίζουν την εκπαίδευση σε ένα μικρο-κοινωνιολογικό επίπεδο μελέτης. Στις μακρο- κοινωνιολογικές προσεγγίσεις εντάσσονται τα θεωρητικά μοντέλα του λειτουργισμού, του δομολειτουργισμού και της σύγκρουσης, ενώ στην μικρο- κοινωνιολογική προσέγγιση τοποθετούνται τα θεωρητικά παραδείγματα της συμβολικής διαντίδρασης, της φαινομενολογίας και της εθνομεθοδολογίας. Στην ανάλυση της εκπαίδευσης ως κοινωνικού θεσμού από τους θεωρητικούς του (δομο)λειτουργισμού δίνεται έμφαση στη σημασία της για την επίτευξη και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και της αρμονίας, την επίτευξη κοινωνικής αλληλεγγύης και μιας αξιοκρατικής κοινωνίας. Οι θεωρητικοί της σύγκρουσης θεωρούν την εκπαίδευση ως εργαλείο καταπίεσης της εργατικής τάξης από την κυρίαρχη ομάδα. Η εκπαίδευση διαιωνίζει τις επικρατούσες κοινωνικές ανισότητες αναπαράγοντας τις διαφορές στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την κυρίαρχη ιδεολογία. Στις μικρο-κοινωνιολογικές προσεγγίσεις τα άτομα θεωρούνται ως παραγωγοί της κοινωνικής πραγματικότητας και όχι ως παθητικοί αποδέκτες της. Στο κέντρο της ανάλυσης τοποθετείται η υποκειμενικότητα και η αντίδραση του ατόμου στα κοινωνικά φαινόμενα. Η εστίαση βρίσκεται όχι αν το άτομο εκπληρώνει τον κοινωνικό του ρόλο ή αν συμμορφώνεται με τις κοινωνικές απαιτήσεις, αλλά πώς μπορεί το άτομο μέσα από το ρόλο του να αλληλεπιδρά με τους άλλους κοινωνικούς δρώντες, να δίνει νόημα στις δράσεις του και να συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική πραγματικότητα (Mouzelis, 2008). Στο τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνομαστε σε βασικά πεδία μελέτης της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, όπως το ζήτημα των ανισοτήτων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, της σχολικής επίδοσης και των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, αλλά και την διαμεσολάβηση της κοινωνικής τάξης σε αυτά. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύονται ερευνητικές προσεγγίσεις σε σημαντικά θέματα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, όπως η μετανάστευση, η αναπηρία, οι ΤΠΕ, η αποκλίνουσα ή παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στην εκπαίδευση, η φροντιστηριακή εκπαίδευση και το κοινωνικό κεφάλαιο των εκπαιδευτικών.

Παναγιώτης Ε. Γιαβρίμης

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙΣ
1.1. Η Εκπαίδευση ως Θεσμός 21
1.1.1. Η έννοια της εκπαίδευσης 27
1.1.2. Λειτουργίες της εκπαίδευσης 32
1.2. Ο Εκπαιδευτικός ως Δρων στο Σχολικό Πλαίσιο 37
1.2.1. Η σημασία των κοινωνικών αναπαραστάσεων των εκπαιδευτικών 40
1.2.2. Ο εκπαιδευτικός ως επαγγελματική κατηγορία 42
1.2.3. Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών 46
1.3. Αναλυτικό Πρόγραμμα και Εκπαιδευτική Πολιτική 51
1.4. Εκπαίδευση και Πειθαρχία 61
1.5. Ιδιωτικοποίηση της Εκπαίδευσης 67
1.5.1. Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης 73
1.5.2. Ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και ισοτιμία εκπαίδευσης 75
1.5.3. Φροντιστηριακή εκπαίδευση 79
1.6. Θεωρία του Ανθρώπινου Κεφαλαίου 93
1.7. ΤΠΕ και Εκπαίδευση 96
1.7.1. Εισαγωγή 96
1.7.2. Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις των ΤΠΕ στην εκπαίδευση 99
1.7.3. Ψηφιακό χάσμα και εκπαίδευση 103
1.7.4. Επείγουσα απομακρυσμένη εκπαίδευση στην εποχή της καραντίνας 106
1.8. Κοινωνικό Κεφάλαιο και Εκπαίδευση 110
1.9. Φτώχεια και Εκπαιδευτικός Αποκλεισμός 114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
2.1. Emile Durkheim 121
2.2. Talcott Parsons 127
2.2.1. Η εκπαίδευση κατά Parsons 129
2.2.2. Το σχολείο ως κοινωνικό σύστημα 131
2.2.3. Το σχολείο ως γραφειοκρατικός οργανισμός 135
2.3. Samuel Bowles – Herbert Gintis 138
2.4. Louis Althusser 143
2.5. Paul Wills 146
2.6. Pierre Bourdieu 150
2.6.1. Ερευνητικές προσεγγίσεις της σχέσης του πολιτισμικού κεφαλαίου με το σχολικό επίτευγμα 160
2.7. Basil Bernstein 163
2.7.1. Πρακτικές επικοινωνίας στην οικογένεια και την εκπαίδευση 167
2.7.2. Παιδαγωγικές πρακτικές στην εκπαίδευση 171
2.8. Max Weber 176
2.9. Ερμηνευτική Προσέγγιση 181
2.9.1. Φαινομενολογία 182
2.9.2. Εθνομεθοδολογία 186
2.9.3. Συμβολική αλληλόδραση 190
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΒΑΣΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
3.1. Εκπαίδευση και Ανισότητες 199
3.1.1. Ισότητα ευκαιριών 200
3.1.2. Έρευνες για την ανισότητα 210
3.2. Σχολική Επίδοση 217
3.2.1. Σχολική διαρροή 222
3.2.2. Κοινωνική τάξη και σχολική επίδοση 226
3.2.3. Κοινωνική τάξη και εκπαίδευση 230
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
4.1. Μετανάστευση και Ενταξιακή Εκπαίδευση 241
4.1.1. Εισαγωγή 241
4.1.2. Μοντέλα εκπαιδευτικής ένταξης 250
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 9
4.1.3. Διγλωσσία 264
4.1.4. Παιδαγωγικο-διδακτικοί μετασχηματισμοί στη διαπολιτισμική αγωγή 273
4.1.5. Εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα για τη μετανάστευση 286
4.1.6. Πολιτικές ένταξης σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού χώρου 301
Έρευνα: Αναπαραστάσεις μαθητών Δημοτικού Σχολείου για τους μετανάστες 306
4.2. Αναπηρία και Εκπαίδευση 314
4.2.1. Εισαγωγή 314
4.2.2. Κριτική αποτίμηση των προσεγγίσεων της αναπηρίας 319
4.2.3. Συνεκπαίδευση και αναπηρία 321
4.2.4. Κατάσταση της ειδικής αγωγής στην Ελλάδα 328
4.2.5. Αλλοτρίωση εκπαιδευτικών της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης 346
Έρευνα: Συνεκπαίδευση των ατόμων με νοητική αναπηρία:
Απόψεις εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 357
Έρευνα: Κοινωνικές ανισότητες και εκπαιδευτικές παροχές σε παιδιά και εφήβους με αναπηρία στην Ελλάδα της κρίσης 369
4.3. Αποκλίνουσα ή Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά στην Εκπαίδευση 391
4.3.1. Θεωρητικές προσεγγίσεις της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 395
4.3.2. Σχολείο και αποκλίνουσα συμπεριφορά μαθητών 399
Έρευνα: Σχολικός εκφοβισμός. Σχήματα ερμηνείας και εννοιολογήσεις εκπαιδευτικών 403
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 419