Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Γιαβρίμης Παναγιώτης
Α΄ Έκδοση
Εκδότης: Μπένου Ε.
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Αριθμός σελίδων: 416
Κωδικός ISBN: 978-960-93-7057-8
Διαστάσεις: 15,8 × 24 εκ.
Κωδ. Εύδοξος: 77120294
Η Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (ΚτΕ) είναι ένα πεδίο της Κοινωνιολογίας σχετικά πρόσφατο. Ο Bums αναφέρεται στην κοινωνιολογία ως μια επιστήμη, που έχει ως σκοπό την κατανόηση της κοινωνικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών θεσμών, θέτοντας προβληματισμούς και αναδεικνύοντας κριτικές προσεγγίσεις (Dale, 2006: 185). O Meighan (1973) συμπληρώνει ότι η κοινωνιολογία μελετά ιδιαίτερα τη συμπεριφορά, που οδηγεί σε μοτίβα, ερευνώντας τους λόγους παραγωγής, αναπαραγωγής, μεταβίβασης ή αλλαγής τους.
Η απαρχή των κοινωνιολογικών θεωριών ανευρίσκεται στο 18ο αιώνα και η εκπαίδευση εντάσσεται ως ιδιαίτερο πεδίο μελέτης μόλις το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η ΚτΕ προσεγγίζει την εκπαίδευση ως ένα θεσμό, που επηρεάζεται από τους κοινωνικούς παράγοντες και τις κοινωνικές διαδικασίες. Διαμορφώνει θεωρητικά πλαίσια ερμηνείας των εκπαιδευτικών προβλημάτων στηριζόμενη σε εννοιολογικά και εμπειρικά δεδομένα, αναδεικνύοντας μελλοντικές προοπτικές, εκτός από λύσεις, ως πρόταγμα της εκπαιδευτικής πολιτικής και της καθημερινής σχολικής πρακτικής (Young, 2008). Τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με την προσέγγιση, που υπήρχε για την εκπαίδευση, πριν την εμφάνιση της ΚτΕ, όπου η εκπαίδευση εξεταζόταν ως μια μοναδική οντότητα με ψυχοπαιδαγωγικές και διδακτικές, κυρίως, διαστάσεις, κάτι, που καθόριζε τόσο τις χρησιμοποιούμενες πρακτικές μέσα στο σχολικό πλαίσιο και γενικότερα στην αγωγή, όσο και τη λειτουργία της εκπαίδευσης σε σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Οι συγκεκριμένες προσεγγίσεις είχαν ως συνέπεια να διερευνώνται οι παράγοντες, που είχαν συνάφεια περισσότερο με το μαθητή ως άτομο (προσωπικότητα, ενδογενή χαρακτηριστικά) και την αλληλεπίδραση του με τον εκπαιδευτικό στο σχολικό πλαίσιο και λιγότερο με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Ακόμα και οι αναφορές σε θεσμούς (όπως π.χ. η οικογένεια) και εξωγενείς παράγοντες (π.χ. το αναλυτικό πρόγραμμα) από τους διάφορους θεωρητικούς της ψυχοπαιδαγωγικής και της διδακτικής πράξης εστιάζουν περισσότερο στην επίδραση στο μαθητή και στο μικρό- επίπεδο της τάξης ή του σχολείου και δεν αναφέρονται καθόλου στον κυρίαρχο ρόλο των κοινωνικών θεσμών και των κοινωνικών διαδικασιών στην εκπαίδευση, αλλά και στο σημαντικό ρόλο, που διαδραματίζει η εκπαίδευση στην ιδεολογικο-πολιτική λειτουργία της κοινωνίας.
Ως κλάδος της Κοινωνιολογίας, η ΚτΕ, άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του '60. Αρκετοί σημαντικοί θεωρητικοί της κοινωνιολογίας είχαν ενσωματώσει στις αναλύσεις τους παλιότερα την εκπαίδευση ως ένα σημαντικό κοινωνικό θεσμό (Durkheim, Marx, κ.ά.), χωρίς όμως να υπάρχει μια αυτόνομη και ιδιαίτερη θεωρητική ή/και ερευνητική προσέγγιση του θεσμού αυτού. Σημαντικοί παράγοντες, που οδήγησαν στην ανάδειξη της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης ως επιστήμης ήταν: α) η έντονη κριτική, που δέχτηκε το σχολείο, καθώς αμφισβητήθηκε η ποιότητα της προσφερόμενης εκπαίδευσης, αλλά και η κοινωνική και η εκπαιδευτική ισότητα, που επαγγελόταν, β) τα ερευνητικά δεδομένα (Coleman et al., 1966. Jencks et al., 1972), όπου λαμβάνονταν υπόψη μεταβλητές, που σχετίζονταν με τα δημογραφικά στοιχεία των γονέων, της φυλής, της περιοχής κ.ά., ανέδειξαν τη σημαντικότητα των κοινωνικών δυνάμεων, που επηρεάζουν την εκπαίδευση και διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ΚτΕ, γ) το κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, οι θεωρητικές προσεγγίσεις του Dewey και η κριτική, που ασκήθηκε στο παραδοσιακό δασκαλοκεντρικό σχολείου και τα οποία ανέδειξαν ακόμα περισσότερο τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης. Ο Dewey άσκησε κριτική στον παραδοσιακό τρόπο δασκαλοκεντρικής προσέγγισης της διδακτικής πράξης, που θεωρούσε τον εκπαιδευτικό ως «μεταλαμπαδευτή» γνώσεων και συμπεριφορών και τους μαθητές «άβουλα» υποκείμενα, που υποτάσσονται στη διδακτική και γραφειοκρατική εξουσία του εκπαιδευτικού. Η δασκαλοκεντρική προσέγγιση εστιάζει, κυρίως, σε αναπαραγωγικές διαδικασίες της μάθησης, καταπνίγοντας την καινοτομία και την αυτενέργεια του μαθητή. Ο Dewey εισήγαγε τον όρο «μάθηση μέσω της πράξης» (Learning by doing) και συνέδεσε την εκπαίδευση και το σχολείο με την κοινωνική ζωή και την καθημερινότητα του ατόμου, τονίζοντας τόσο την κοινωνική λειτουργία της εκπαίδευσης, χαρακτηρίζοντας την «όχι ως προετοιμασία για την ζωή, αλλά ως την ίδια την ζωή», όσο και το ρόλο της πράξης και της εμπειρίας των εκπαιδευομένων στη μάθηση (Dewey, 2004. Janesick, 2003. Pappas, 2008), ε) η ανάδειξη, ως κυρίαρχου, του θεωρητικού μοντέλου του δομολειτουργισμού στα ανώτατα ιδρύματα των ΗΠΑ (Banks, 1987), στ) το κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ του δυτικού και ανατολικού μπλοκ για την πρωτοπορία στην τεχνολογική ανάπτυξη και ζ) η κυριαρχία του κεϋνσιανικού μοντέλου, και η εμφάνιση θεωρητικών προσεγγίσεών, όπως αυτής του ανθρώπινου κεφαλαίου, που επεσήμανε τη συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη και στην τεχνολογική κυριαρχία μιας κοινωνίας, συνδέοντας την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την μείωση του ρόλου της χειρωνακτικής εργασίας και την αυξημένη ζήτηση της εξειδικευμένης εργασίας, με την κατοχή μορφωτικού κεφαλαίου (Reid, 1978. Φραγκουδάκη, 1985). Ταυτόχρονα, με τα παραπάνω, παρατηρούνται αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, μείωση του ποσοστού των ανειδίκευτων εργατών στη σφαίρα της παραγωγής, ελάττωση του αγροτικού πληθυσμού και αύξηση των μεσαίων στρωμάτων, ιδιαίτερα στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Η ΚτΕ στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνει ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κοινωνικής οργάνωσης, των διαδικασιών του σχολείου και της εκπαίδευσης, καθώς, επίσης, και του ρόλου των παραπάνω στη διαμόρφωση του νέου κοινωνικού υποκειμένου. Σύμφωνα με τον Ball (2004) ο καθορισμός της ΚτΕ, ως ενός μοναδικού κλάδου της κοινωνιολογίας έχει αρκετές δυσκολίες, κάτι, που έχει σχέση τόσο με την ανάπτυξη της και τις ασυνέχειες της μέσα στο πεδίο της, όσο και με τη σχέση της με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Επίσης, στα παραπάνω συμβάλλουν η εννοιολόγηση του πεδίου της ΚτΕ, που γίνεται μέσα από διαδικασίες θεωρητικών και ερευνητικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, ο διαχωρισμός σε υποπεδία, αλλά και η μεταμοντέρνα οπτική των κοινωνικών επιστημών, που αυξάνουν τη συνθετότητα της αποσαφήνισης του πεδίου της ΚτΕ.
Η ΚτΕ είναι επιστήμη, γιατί:
α) έχει καθορισμένο πεδίο αναφοράς,
β) θεωρητικά προσφέρει εξηγήσεις με συστηματικό και οργανωμένο τρόπο μη εμμένοντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των φαινομένων,
γ) οι διερευνήσεις και οι εξηγήσεις, που δίνονται στο πλαίσιο της για τα κοινωνικά φαινόμενα, τεκμηριώνονται εμπειρικά και επαληθεύονται με αντικειμενικές παρατηρήσεις, χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία, που συνάδουν με τις κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα με την Κοινωνιολογία και
δ) αντιμετωπίζει με αντικειμενικότητα τα πεδία της έρευνάς της (Μυλωνάς, 1998. Λάμνιας, 2001. Barton, 2006. Halliman, 2006. Sadovnick, 2007. Νόβα-Καλτσούνη, 2010).