Θέματα Περιφερειακού Σχεδιασμού & Χωρικής Ανάλυσης: Μέθοδοι, Εργαλεία & Συστήματα Υποστήριξης

Ανέστης Γουργιώτης, Αλέξανδρος Ζαβός,
Γιάννης Κάλλας, Αναστάσιος Καραγάνης,
Ελένη Κιτρίνου, Δημήτρης Γ. Λαγός,
Άγγελος Μιμής, Ευανθία Μιχάλαινα,
Θεόδωρος Μπολάτογλου, Νίκος Ναγόπουλος,
Αθανάσιος Δ. Παπαδασκαλόπουλος, Κωνσταντίνος Β. Ρόντος,
Πέτρος Ρόντος, Φλώρα Τσάπαλα, Γεώργιος Τσιλιμίγκας,
Μανώλης Σ. Χριστοφάκης

Α΄ Έκδοση

Εκδότης: Μπένου Γ.
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Αριθμός σελίδων: 392
Κωδικός ISBN: 978-960-8249-76-9
Διαστάσεις: 17 × 24 εκ.
Κωδ. Εύδοξος: 112694868

Η Περιφερειακή Επιστήμη, παρότι είναι πλέον αρκετά συγκροτημένη τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο, παρουσιάζει αυξημένες δυσκολίες ανάλυσης και ερμηνείας των περιφερειακών φαινομένων.

Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Περιφερειακή Επιστήμη έχει επικρατήσει να κρατεί διεπιστημονικό χαρακτήρα, καθώς ο χώρος αποτελεί διάσταση ανάλυσης που η μελέτη του θα πρέπει να προσεγγιστεί από διάφορα γνωστικά αντικείμενα όπως είναι η οικονομία, η κοινωνία, το περιβάλλον, η τεχνολογία κ.λπ.

Το γεγονός δε ότι στη διερεύνηση των περιφερειακών θεμάτων απαιτείται συνήθως η ταυτόχρονη ανάλυση τόσο ως προς τη διάσταση του χώρου όσο και ως προς αυτή του χρόνου, ο βαθμός δυσκολίας μελέτης των σχετικών φαινομένων αυξάνει σημαντικά.

Επίσης, η ρεαλιστική άποψη ότι ο χώρος δεν είναι ένα αδρανές πεδίο όπου διαδραματίζεται η ανθρώπινη δράση, αλλά ότι την επηρεάζει και επηρεάζεται, από αυτή, βρίσκονται δηλαδή σε μία αλληλεπίδραση, απαιτεί την εφαρμογή συνεχώς νέων και σύνθετων υποδειγμάτων ανάλυσης, προκειμένου να ερμηνεύονται ρεαλιστικό τα περιφερειακά φαινόμενα.

Τέλος, οι κοινωνικές ανάγκες και οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτή¬σεις του σχεδιασμού και της άσκησης πολιτικής προς άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων απαιτεί την ανάλυση σε συνεχώς μικρότερο επίπεδο χωρικής ανάλυσης, που καθιστά ανεπαρκές το επίπεδο της περιφέρειας και του δήμου και απαιτεί πλέον ανάλυση σε επίπεδο γειτονιάς ή ακόμη και οικοδομικού τετραγώνου. Το πρόβλημα αυτό σε χώρες όπως η Ελλάδα είναι μεγαλύτερο επειδή οι ερευνητικές υποδομές, που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της περιφερειακής ανάλυσης, είναι ανεπαρκείς, καθώς τα αντίστοιχα συστήματα υπο-στήριξης έχουν επί μακράν παραμείνει στο παρελθόν, δηλαδή στην αντιμετώπιση κυρίως των αντίστοιχων εθνικών αναγκών.

Όλες οι παραπάνω ιδιαιτερότητες καθιστούν την περιφερειακή ανάλυση αρκετά πολύπλοκη, με αποτέλεσμα η εφαρμογή της να απαιτεί την ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων και τεχνικών, τεχνολογικών και λοιπών εργαλείων, επαρκών και κατάλληλων περιφερειακών δεδομένων και ερευνητικών υποδομών διαχείρισης τους, παράλληλα βέβαια με την ανάπτυξη των θεωρητικών υποβάθρων.

Ο τόμος αυτός φιλοδοξεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας των περιφερειακών αναλύσεων, όπως αυτή παρουσιάστηκε παραπάνω, με την δημοσίευση άρθρων με οικονομικές, κοινωνικές, δημογραφικές, περιβαλλοντικές και λοιπές επιστημονικές προσεγγίσεις, όπως απαιτεί η διεπιστημονικότητα της περιφερειακής επιστήμης. Οι συμβολές αποτελούν κυρίως εμπειρικές εφαρμογές ανάλυσης με τη χρήση τυπικών ή καινοτομικών μεθόδων και τεχνικών, προτάσεις νέων εργαλείων και τεχνολογικών μέσων ανάλυσης ως και ανάπτυξης ερευνητικών υποδομών και συστημάτων υποστήριξης του περιφερειακού σχεδιασμού και της τοπικής ανάπτυξης.

Επιχειρείται η διάκριση των άρθρων σε δύο επίπεδα που περιλαμβάνονται και στο τίτλο, δηλαδή στις Μεθόδους και τεχνικές χωρικής ανάλυσης και στα χρησιμοποιούμενα εργαλεία/συστήματα υποστήριξης, παρότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως είναι φυσικό, αυτά εμπλέκονται στο ίδιο άρθρο, λόγω του εμπειρικού χαρακτήρα των προσεγγίσεων. Το όριο κατάταξης ενός άρθρου στην μία ή στην άλλη κατηγορία, σ' αυτές τις περιπτώσεις, είναι η βαρύτητα που δίνεται στο άρθρο σε κάθε μια από αυτές.

Στα πλαίσια αυτά γίνεται, στη συνέχεια, η αναλυτική παρουσίαση των συμβολών του τόμου αυτού, που θα επικυρώσει, πιστεύουμε, τις ιδιότητες που του αποδώσαμε παραπάνω.

Ο Κώστας Ρόντος και η Φλώρα Τσάπαλα στο άρθρο Περιφερειακή ανάλυση του πληθυσμού και των δημογραφικών παραγόντων της Ελλάδος κατά την περίοδο 1951-2011 παρουσιάζουν την δημογραφική εικόνα του περιφερειακού πληθυσμού της Ελλάδος στη μεταπολεμική περίοδο με την εφαρμογή τεχνικών δημογραφικής ανάλυσης και πρόβλεψης. Οι συγγραφείς περιγράφουν, αρχικά, το βασικό αντικείμενο και το περιεχόμενο της Περιφερειακής Δημογραφίας, στην οποία εντάσσεται το άρθρο, εισάγουν τον αναγνώστη στις μεταβλητές που εξετάζονται αναφορικά με τον πληθυσμό και τους δημογραφικούς παράγοντες και περιγράφουν βασικές δημογραφικές θεωρίες όπως αυτή της δημογραφικής μετάβασης, όπως και τις θεωρητικές προσεγγίσεις που οδήγησαν στην παραμέληση της περιφερειακής διάστασης των δημογραφικών φαινομένων. Τονίζουν ιδιαίτερα το δυναμικό χαρακτήρα των αλληλεξαρτήσεων των δημογραφικών φαινομένων με την υπόλοιπη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα. Ακολουθεί συστηματική δημογραφική ανάλυση του Περιφερειακού πληθυσμού της Ελλάδος που παρουσιάζεται σε 16 στατιστικούς πίνακες και περιλαμβάνει τον πληθυσμό και τη δημογραφική του δομή, τη φυσική αύξηση, τη γεννητικότητα, τη γονιμότητα, τη θνησιμότητα και τις μεταναστευτικές ροές, ως και τον υπολογισμό της συμβολής της φυσικής και της μεταναστευτικής κίνησης στην μεταβολή του πληθυσμού. Ο τρόπος υπολογισμού των δεικτών δίδεται υπό μορφή σημείωσης σε κάθε πίνακα για την ευχερέστερη κατανόηση των αναλυόμενων μεταβλητών. Το άρθρο καταδεικνύει ποσοτικά την πορεία της δημιουργίας των μεγάλων πληθυσμιακών ανισοτήτων μεταξύ των επιμέρους περιοχών της Ελλάδος στη μεταπολεμική περίοδο και αναδεικνύει το περιφερειακό δημογραφικό πρόβλημα αυτής, παράλληλα με το εθνικό. Ενδιαφέρον στοιχείο του άρθρου είναι η ανάδειξη της διαφορετικής βαρύτητας που έχουν οι επιμέρους δημογραφικοί παράγοντες στη διαμόρφωση των περιφερειακών πληθυσμιακών ανισοτήτων σε σχέση με τη διαμόρφωση του εθνικού δημογραφικού προβλήματος και η συνθετική παρουσίαση, στο τέλος, του μηχανισμού μέσω του οποίου οι δημογραφικοί παράγοντες οδήγησαν στη συγκεκριμένη κατανομή του ελληνικού πληθυσμού. Οι συγγραφείς δίνουν, τέλος, ορισμένους άξονες μιας στρατηγικής άμβλυνσης των περιφερειακών πληθυσμιακών ανισοτήτων, τονίζοντας ότι για αυτή θα πρέπει να καταβληθούν σημαντικοί αλλά απαραίτητοι για το μέλλον της Χώρας πόροι.

Το άρθρο των Μανώλη Χριστοφάκη και Αναστάσιου Καραγάνη Παράγοντες χωροθέτησης δραστηριοτήτων σε παραγωγικές συγκεντρώσεις του αστικού χώρου: Η περίπτωση του Ελαιώνα αποτελεί μια ερευνητική προσέγγιση του πολύ σημαντικού θέματος της Οικονομικής του Χώρου, της χωροθέτησης δραστηριοτήτων και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα σημαντική αλλά ταυτόχρονα και προβληματική περιοχή της Αθήνας, αυτή του Ελαιώνα. Οι συγγραφείς αρχικά θέτουν το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης τους και στην συνέχεια αναλύουν τα χαρακτηριστικά της περιοχής, παρουσιάζουν την κλαδική εξειδίκευση των εγκατεστημένων επιχειρήσεων με τη χρήση του «Συντελεστή Συμμετοχής», που αποτελεί κλασσικό περιφερειακό δείκτη και διερευνούν τους παράγοντες προσέλκυσης και απώθησης επιχειρήσεων που παρουσιάζει η περιοχή, με βάση τα αποτελέσματα πρωτογενούς στατιστικής έρευνας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εισαγωγή της έννοιας της Μικροπεριφέρειας, ως γεωγραφικού πλαισίου ανάλυσης των περιφερειακών φαινομένων. Στα συμπεράσματα του άρθρου περιλαμβάνεται ο καθορισμός των οικονομιών συγκέντρωσης ως βασικού παράγοντα προσέλκυσης επιχειρήσεων στην περιοχή, η επισήμανση της συγκέντρωσης συγκεκριμένων κλάδων επιχειρήσεων στην περιοχή και η ανάγκη προώθησης του κατάλληλου χωροταξικού και αναπτυξιακού σχεδιασμού για την άρση των παραγόντων απώθησης, την ορθολογικότερη οργάνωση των δραστηριοτήτων, τη συνολική αναβάθμιση και την αξιοποίηση της περιοχής. Γενικά, η συμβολή του άρθρου συνίσταται στην διερεύνηση ενός καίριου αντικειμένου της περιφερειακής επιστήμης, το οποίο αντιμετωπίστηκε με κατάλληλες τεχνικές (δείκτες) και μεθόδους (εμπειρική έρευνα) με αποτέλεσμα να προκύψουν ιδιαίτερα χρήσιμα και αξιοποιήσιμα συμπεράσματα για μια πολύ σημαντική περιοχή στην καρδιά της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας.

Ο Γιάννης Κόλλας στο άρθρο του Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη στην Κοινωνία της Πληροφορίας περιγράφει συστηματικά τις σύγχρονες ανάγκες που βιώνουν οι περιφερειακές και τοπικές κοινωνίες και το νέο ρόλο των αντίστοιχων πολιτικών, που για να ασκηθούν αποτελεσματικά και ορθολογικά θα πρέπει να βασιστούν σε συστήματα όχι μόνο διαχείρισης αλλά και τεκμηρίωσης της πληροφορίας, απαραίτητης για την ανάλυση και ερμηνεία της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η παγκοσμιοποιημένη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα ως και οι τεχνολογικές εξελίξεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι νέες κοινωνικές ανάγκες στην ΚτΠ επιτρέπουν (και απαιτούν) την αποκεντρωμένη άσκηση περιφερειακής και τοπικής πολιτικής, βασιζόμενη στην ανάπτυξη συστημάτων υποστήριξης για την παροχή της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφορίας. Αρχικά, αναπτύσσει τους μηχανισμούς χάραξης πολιτικής στα πλαίσια του έθνους-κράτους, με τη σταδιακή μετάβαση από τη διαδικασία θεσμοποίησης της κοινωνικής συμπεριφοράς και τους θεσμούς που αναπτύσσονται στα πλαίσια της νεοτερικότητας, στα λειτουργικά συστήματα και τις οργανώσεις, που από κοινού συγκροτούν τα κοινωνικά συστήματα. Στη συνέχεια περνάει στην ανάγκη ανάπτυξης μηχανισμών επιτήρησης ως υποστηρικτικών διαδικασιών της λειτουργίας των κοινωνικών συστημάτων, εισάγοντας την έννοια της παραστατικής σκέψης και τονίζοντας τη συστημική προσέγγιση στην οποία βασίστηκε η ανάπτυξή τους. Τέλος στην ενότητα αυτή περιγράφει και αξιολογεί τα εθνικά στατιστικά συστήματα ως αυτά που καταγράφουν συστηματικά τη λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων και εστιάζει στο βαθμό που ο τρόπος συγκρότησή τους υποστηρίζει αποτελεσματικά την περιφερειακή και τοπική διάσταση της παρατήρησης-επιτήρησης και σε τελευταία ανάλυση την άσκηση περιφερειακής και τοπικής πολιτικής. Στην τελευταία ενότητα του άρθρου αναπτύσσει τις αλλαγές στις ανάγκες για πληροφορία που δημιούργησε η ΚτΠ και δίνει το πλαίσιο λειτουργίας των τοπικών και περιφερειακών συστημάτων παρατήρησης για μια αποτελεσματική υποστήριξη της άσκησης πολιτικής στη νέα αυτή κοινωνία.

Το άρθρο της Ευανθίας Μιχάλαινας και του Δημήτρη Λαγού Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αειφόρος τουριστική ανάπτυξη: Ελέγχοντας την τουριστική ζήτηση μέσα από τη διανομή του ενεργειακού πόρου πραγματεύονται ένα σύγχρονο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που προάγει την αειφορική προσέγγιση αυτής μέσα από την αποτελεσματική διαχείριση των ενεργειακών πόρων και τη χρησιμοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι συγγραφείς παρουσιάζουν την εξέλιξη του φυσικού περιβάλλοντος και του επικρατούντος ενεργειακού μοντέλου στα πλαίσια της αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης που κυριάρχησε τις βιομηχανικές κοινωνίες, δίνουν εξελικτικά τα πρότυπα της σχέσης μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και τουρισμού, όπως παρουσιάστηκαν στη διεθνή πρακτική και τονίζουν τη σταδιακή συνειδητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας για την ανάγκη «συμβίωσης» της τουριστικής δραστηριότητας με την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς ωστόσο να τίθενται υπερεθνικές δεσμευτικές συμφωνίες προς την κατεύθυνση αυτή. Για να προσεγγίσουν το στόχο τους δίνουν συγκροτημένα την εξέλιξη και τις προοπτικές μιας ραγδαίας, παγκοσμίως, ανάπτυξης της τουριστικής δραστηριότητας και την παράλληλη τεράστια κατανάλωση συμβατικών ενεργειακών πόρων που επέβαλλε η οικονομική ανάπτυξη. Τεκμηριώνουν την έννοια της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης και εισαγάγουν την έννοια της «φέρουσας ικανότητας του τουρισμού» για να οριοθετήσουν το πλαίσιο της ανάλυσής τους, καταλήγοντας στον ορισμό της ως της έννοιας που οδηγεί ταυτόχρονα στην περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική ισορροπία της τουριστικής δραστηριότητας. Κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας τους είναι η προοπτική χρήσης των ΑΠΕ ως παράγοντα τουριστικής αειφορίας, ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα που διαθέτουν αξιόλογους ενεργειακούς πόρους της κατηγορίας αυτής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι η προοπτική αυτή, όχι μόνο διατηρεί την ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος και συνεπώς και το τουριστικό προϊόν σε υψηλά επίπεδα αλλά και δημιουργεί τουριστική ζήτηση, όπως προκύπτει από συγκεκριμένες εφαρμογές που σταχυολογούν. Μετά το αναλυτικό αυτό πλαίσιο, δίνουν τις στρατηγικές κατευθύνσεις μιας αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης για την Ελλάδα βασισμένης στην ενσωμάτωση των ΑΠΕ και στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος με την ανάπτυξη ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού.

Το άρθρο των Πέτρου Ρόντου και Θεόδωρου Μπολάτογλου Αθλητικά μέγα-γεγονότα: Η οικονομική και κοινωνική σημασία τους και η στρατηγική ένταξής τους στον εθνικό και τοπικό σχεδίασμά πραγματεύεται τα αθλητικά μέγα-γεγονότα από πλευράς κοινωνικής και οικονομικής και παρουσιάζει την ανάγκη για στρατηγικό σχεδίασμά αυτών ως παράγοντα επιτυχία τους, ενταγμένο και εναρμονισμένο μάλιστα στο ευρύτερο εθνικό και τοπικό σχεδίασμά της χώρας και της περιοχής ανάληψής τους αντίστοιχα. Κεντρικό σημείο της εργασίας τους είναι η ανάγκη για «πολιτική» προσέγγιση του σχεδιασμού αυτού, που υπαγορεύει οι επιλογές έγκρισης και οργάνωσης των μέγα-γεγονότων και των συνδεόμενων με αυτά τουριστικών δραστηριοτήτων να λαμβάνονται όχι μόνο με τεχνοκρατικά/ορθολογικά κριτήρια αλλά και με βάση την βούληση της κοινωνίας σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Οι συγγραφείς δίνουν στην αρχή την έννοια και τα χαρακτηριστικά των μεγα-γεγονότων και στη συνέχεια παρουσιάζουν συγκροτημένα την οικονομική και την κοινωνική σημασία των αθλητικών μέγα-γεγονότων, τονίζοντας την υποβάθμιση των κοινωνικών και γενικότερα των μη-οικονομικών συνεπειών τους από την έρευνα και την πολιτική. Προχωρούν στην ανάδειξη των στοιχείων που συγκροτούν μια επιτυχημένη οργάνωση και ένα ρεαλιστικό σχεδίασμά των μέγα γεγονότων, βασιζόμενοι στις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις που αναπτύσσονται διεθνώς. Τέλος, προτείνουν τη διενέργεια ερευνών κοινής γνώμης ως βασικού μέσου διερεύνησης και κατανόησης των απόψεων των κοινωνιών που θα υποστούν τις συνέπειες της ανάληψης και της διοργάνωσης των μέγα-γεγονότων και επομένως της υιοθέτησης πολιτικής διάστασης του στρατηγικού σχεδιασμού στην πράξη. Στα συμπεράσματά τους αναφέρουν το παράδειγμα της έρευνας κοινής γνώμης που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Μπάσκετ της Αθήνας του 1998 και έδωσε πολύτιμες πληροφορίες της κοινής γνώμης για οργανωτικές και άλλες πλευρές ενός μέγα-γεγονότος, αξιοποιήσιμες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που ακολούθησαν στην ίδια πόλη.

Το άρθρο Νησιωτικότητα και ο ρόλος των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) για την ανάπτυξη της Ελένης Κιτρίνου αναφέρεται στις ιδιαιτερότητες της αναπτυξιακής διαδικασίας στις νησιωτικές περιοχές και στο ρόλο των ΤΠΕ για την αύξηση της προσβασιμότητας και την ενίσχυση της ελκυστικότητας των περιοχών αυτών, ως τόπων διαμονής και εργασίας. Τονίζεται ότι υπάρχει μια δυσκολία στον ορισμό και τη μέτρηση της νησιωτικότητας εφόσον οι νησιωτικές ιδιαιτερότητες καθιστούν τα προβλήματα ανάπτυξης της κάθε νησιωτικής περιοχής μοναδικά. Ένα βασικότερο όμως πρόβλημα είναι κοινό και σχετίζεται με την έννοια της απομόνωσης, εξαιτίας της ασυνέχειας του γεωγραφικού χώρου και της φυσικής απομάκρυνσής τους από τις βασικές αγορές. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται τα γενικά χαρακτηριστικά τα οποία διαμορφώνουν τον αναπτυξιακό χαρακτήρα των νησιωτικών περιοχών. Στο άρθρο παρουσιάζεται εκτενής ανασκόπηση

της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με την επίδραση των ΤΠΕ στην προσβασιμότητα των περιοχών, βάσει της οποίας επιχειρείται στη συνέχεια η εκτίμηση των περιορισμών και των ωφελειών από την εκτενή χρήση των ΤΠΕ στις νησιωτικές περιοχές. Διαπιστώνεται έλλειμμα στη βιβλιογραφία πάνω σε θέματα νησιωτικής ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι το 10% του πληθυσμού της γης κατοικεί σε νησιωτικές περιοχές. Έμφαση δίνεται σε μελέτες περιπτώσεων σχετικά με την εφαρμογή της τηλεργασίας σε νησιωτικές περιοχές και τις επιπτώσεις στην τοπική ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας την εφαρμογή αυτή ως παράδειγμα. Η εμπειρική έρευνα της εργασίας αφορά στην προτυποποίηση της επιλογής τηλεργασίας από την περιοχή του Αιγαίου, βάσει υποθετικού σεναρίου ύπαρξης υψηλού επιπέδου ΤΠΕ υποδομών και εφαρμογών, καθώς και δυνατότητα τηλεργασίας με ευνοϊκούς όρους. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από 900 εργαζόμενους ανά την Ελλάδα κατά το έτος 2007 και αναλύθηκαν με τη μέθοδο της Ανάλυσης Διακριτών Επιλογών (ΑΔΕ), η οποία αποτελεί συνήθη τεχνική για την προτυποποίηση της συμπεριφοράς που διαμορφώνει τις επιλογές των ατόμων. Τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας επιβεβαιώνουν τον κρίσιμο ρόλο των ΤΠΕ για την ανάπτυξη των νησιών. Σημειώνεται ότι η εργασία είναι καινοτόμος τόσο ως προς το αντικείμενο, όσο και ως προς τη μεθοδολογία, ενώ επιπλέον η παρουσίαση της μεθόδου της ΑΔΕ και η εφαρμογή αυτής αποτελούν ερέθισμα για χρησιμοποίηση της μεθόδου και σε άλλες εφαρμογές που αφορούν σε προτυποποίηση επιλογών.

Το άρθρο των Αθανάσιου Παπαδασκαλόπουλου και Μανώλη Χριστοφάκη Μικροπεριφερειακός αναπτυξιακός σχεδιασμός και τοπική- ενδογενής ανάπτυξη: Η περίπτωση της Δυτικής Αττικής με έμφαση στο Θριάσιο Πεδίο παρουσιάζει θεωρητικά και εμπειρικά τις Μικροπεριφέρειες προγραμματισμού ως βασικό εργαλείο του αναπτυξιακού σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο και για το λόγο αυτό εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία άρθρων του τόμου. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν αρχικά την έννοια του Περιφερειακού Προγραμματισμού τονίζοντας τη δυναμική σχέση του με τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις στο χώρο και στη συνέχεια εξειδικεύουν την έννοια και τη σημασία της Μικροπεριφέρειας Προγραμματισμού ως μέσο για την προώθηση της τοπικής-ενδογενούς ανάπτυξης, σύμφωνα με τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις. Ενδιαφέρον σημείο αποτελεί η εφαρμογή του θεωρητικού αυτού πλαισίου για τον προσδιορισμό δύο Μικροπεριφερειών στην περιοχή της Βορειο-Δυτικής Αττικής και ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή του Θριάσιου πεδίου. Για τις ανάγκες της εφαρμογής αυτής και προκειμένου να προκύψει η ομοιογένεια των προτεινόμενων Μικροπεριφερειών, αναλύονται τα γεωγραφικά, πληθυσμιακά και οικιστικά χαρακτηριστικά των δήμων της περιοχής ως και τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης και της κλαδικής εξειδίκευσης αυτών. Ο Συντελεστής Συμμετοχής αποδεικνύεται και πάλι ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης στη σχετική ανάλυση. Ο ακριβής προσδιορισμός Μικροπεριφεριών, Υποπεριφερειών και Ομοιογενών Ζωνών, μέσα σ' αυτές, και η συστηματική καταγραφή των αναπτυξιακών χαρακτηριστικών τους, δίνει τη δυνατότητα στους συγγραφείς να προτείνουν βασικούς άξονες αναπτυξιακής πολιτικής των περιοχών μελέτης, που περιλαμβάνουν: τις βασικές προωθητικές δραστηριότητες που είναι δυνατόν να ενισχυθούν, τα τοπικά παραγωγικά κυκλώματα που μπορεί να αναπτυχθούν και την πολιτική διαμόρφωσης δημιουργικού περιβάλλοντος, άξονες που δίνουν σύγχρονες και αποτελεσματικές διαστάσεις του τοπικού σχεδιασμού και της τοπικής πολιτικής.

Ο Ανέστης Γουργιώτης και ο Γιώργος Τσιλιμίγκας με το άρθρο τους Η νέα ταυτότητα του ελληνικού τοπίου: μηχανισμοί και εργαλεία για τη διαχείρισή του τονίζουν τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού τοπίου, τη διάσταση της έντονης πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς που το χαρακτηρίζει και επισημαίνουν τις αλλαγές που προξενήθηκαν σ’ αυτά κάτω από την οικονομική, κυρίως, εκμετάλλευσή του, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την άμετρη αστικοποίηση και την υποβάθμιση του αγροτικού χώρου, για να καταλήξουν στην πρόταση ενεργοποίησης συγκεκριμένων μηχανισμών και εργαλείων που θα συμβάλλουν αποτελεσματικά στην βελτίωση της ποιότητας τόσο του ανθρωπογενούς όσο και του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδος. Αρχικά δίνουν τα χαρακτηριστικά και τις μεταβολές που υπέστη το ελληνικό τοπίο, κυρίως κα- τα την μεταπολεμική περίοδο, ο εξαιρετικά «ταχύρυθμος» χαρακτήρας των οποίων, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, οδήγησε στην υποβάθμισή του, στην απώλεια και στην συνέχεια διαστρέβλωση της ιστορικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Οι συγγραφείς δίνουν την εννοιολογική προσέγγιση του τοπίου με βάση τις διεθνείς θεωρητικές συμβολές και πραγματεύονται με συστηματικό τρόπο τις διακρίσεις της λειτουργίας του τοπίου. Αναλύουν, επίσης, την αναγκαιότητα σύστασης και διατήρησης υψηλής ποιότητας τοπίων και τονίζουν την έννοια του το¬πίου ως οικονομικού πόρου, που στα πλαίσια της αειφορίας πάντα, συμβάλλει στην ανάπτυξη του τουρισμού και γενικότερα στην οικονομική ανάπτυξη. Παρά την ύπαρξη των προϋποθέσεων αξιοποίησης του ελληνικού τοπίου με ταυτόχρονη διατήρηση της ποιότητας αυτου και την ύπαρξη καλών πρακτικών προς την κατεύθυνση αυτή, η θεσμοθέτηση διαχείρισης αυτού δεν έχει ολοκληρωθεί. Για το λόγο αυτό ορίζουν και προτείνουν τη σύσταση Παρατηρητηρίου για το τοπίο ως μηχανισμό καταγραφής και παρακολούθησης αυτού και της Χάρτας για το τοπίο ως στρατηγικό εργαλείο της ολοκληρωμένης διαχείρισής του.

Ο Αγγελος Μιμής στο άρθρο του Η χρήση εργαλείων ανοικτού κώδικα στην χωρική ανάλυση παρουσιάζει νέα εργαλεία πληροφορικής τα οποία, αν χρησιμοποιηθούν από κοινού, καλύπτουν τις ανάγκες του ερευνητή στον τομέα της χωρικής ανάλυσης ενώ παράλληλα, ως λογισμικό «ανοικτού κώδικα», είναι προϊόντα ελεύθερης πρόσβασης των χρηστών. Τονίζει ότι οι ανάγκες αυτές συνίστανται, σε βασικές γραμμές, στην εξασφάλιση Γεωγραφικών Βάσεων Δεδομένων (ΓΒΔ), Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ) και εργαλείων στατιστικής ανάλυσης. Στη συνέχεια δίνει την έννοια, τις διακρίσεις, τη χρησιμότητα και τα χαρακτηριστικά των εργαλείων αυτών ως και τα μειονεκτήματα που παρουσιάζουν τα λοιπά κυκλοφορούντο λογισμικά στη χρησιμοποίησή τους στη χωρική ανάλυση. Μέσα από την παρουσίαση αυτή, προκύπτουν τα πλεονεκτήματα των συγκεκριμένων εργαλείων που προτείνει, δηλαδή της ΓΒΔ PostGIS, που συνεργάζεται με το ΓΣΠ GRASS και το στατιστικό πακέτο R. Μετά την εμπεριστατωμένη παρουσίαση των εργαλείων αυτών, προχωρεί σε συγκεκριμένη εφαρμογή σε θέματα ανεργίας στο επίπεδο των Νομών της Ελλάδας, τόσο με εμπορικά προγράμματα, όσο και με τα προγράμματα που προτείνει, για λόγους σύγκρισης μεταξύ τους και αξιολόγησης των τελευταίων. Στα συμπεράσματα συνοψίζει και συστηματοποιεί τις δυνατότητες που έχει ο χρήστης/αναλυτής να ακολουθήσει συγκεκριμένες εφαρμογές είτε εμπορικές είτε ανοικτού κώδικα και παρουσιάζει όχι μόνο τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα που έχει η δεύτερη ομάδα εργαλείων έναντι της πρώτης. Τονίζει τέλος ότι στα πλαίσια των εφαρμογών ανοικτού κώδικα, τα προτεινόμενα εργαλεία, στο συγκεκριμένο άρθρο ξεχωρίζουν καθώς, εκτός των άλλων, παρέχουν πληθώρα επεκτάσεων στον τομέα της χωρικής ανάλυσης.

Ο Γιάννης Κόλλας στο άρθρο του Ολοκληρωμένα συστήματα υποστήριξης περιφερειακής πολιτικής παρουσιάζει την ανάγκη συστηματικής υποστήριξης της άσκησης περιφερειακής πολιτικής και θέτει τις βασικές αρχές, τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που θα πρέπει να έχει ένα πληροφοριακό σύστημα για να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών. Βασικό σημείο του άρθρου είναι η πρόταση για ενσωμάτωση σε ένα τέτοιο σύστημα όχι μόνο της κεντρικά σχεδιασμένης πληροφόρησης σε περιφερειακό έστω επίπεδο, αλλά η ενσωμάτωση και της πληροφόρησης που αναδεικνύει και αναλύει τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιαίτερες ανάγκες των επιμέρους περιφερειών, ώστε η εφαρμοζόμενη, στη συνέχεια, περιφερειακή πολιτική να ενσωματώνει την περιφερειακότητα και την τοπικότητα. Η επιτυχία ενός τέτοιου συστήματος απαιτεί την λειτουργία του όχι μόνο ως πλέγμα επιμέρους συστημάτων αλλά και ως δίκτυο τοπικών φορέων παραγωγής και ανάλυσης δεδομένων. Τονίζει την ανάγκη παροχής, από ένα σύστημα υποστήριξης της περιφερειακής πολιτικής, τόσο ερευνητικών όσο και επιχειρησιακών δεδομένων και δίνει τις προδιαγραφές του συστήματος σε μια συστηματική βάση. Καταγράφει επίσης τα υποσυστήματα ενός τέτοιου συστήματος που προσδιορίζονται από τους συγκεκριμένους ρόλους που έχουν οι εμπλεκόμενοι στο σύστημα, δηλαδή από το ρόλο του παραγωγού δεδομένων, του αναλυτή δεδομένων και του διαθέτη. Η εργασία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στη κοινωνία της της πληροφορίας η αποκεντρωμένη περιφερειακή πολιτική αποτελεί μια αναγκαιότητα και η επιτυχία ενός συστήματος υποστήριξης αυτής απαιτεί τη συγκρότησή του σε μια ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη βάση, που να ενσωματώνει και παράλληλα να ενεργοποιεί κοινωνικές διεργασίες που αναδεικνύουν την τοπικότητα και διασφαλίζουν την πρόσβαση όλων των εμπλεκόμενων φορέων στα παραγόμενα δεδομένα και στην παραγόμενη πληροφόρηση.

Το άρθρο του Νίκου Ναγόπουλου Η συμβολή της κοινωνικής έρευνας και γνώσης στον περιφερειακό σχεδίασμά μορφών κοινωνικής ανάπτυξης τονίζει την ανάγκη καθιέρωσης μιας εναλλακτικής στρατηγικής περιφερειακής ανάπτυξης, βασισμένης σε μια δημοκρατική αντίληψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και αξιοποίησης του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου που ενσωματώνει τη κοινωνική συμμετοχή και ενισχύει την κοινωνική εμπιστοσύνη. Είναι χαρακτηριστική η σύγκληση της παρούσας εργασίας με την προηγούμενη ως και με άλλες εργασίες του παρόντος τόμου στο δημοκρατικό/κοινωνικό πρότυπο του περιφερειακού σχεδιασμού χωρίς αυτό να είναι προκαθορισμένο, γεγονός που δείχνει την ένταση της ανάγκης ενσωμάτωσης και αξιοποίησης των τοπικών κοινωνικών δυνάμεων στη σύγχρονη περιφερειακή αναπτυξιακή διαδικασία. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αρχικά τα αδιέξοδα του παραδοσιακού και κυνικού αναπτυξιακού μοντέλου βασισμένου αποκλειστικά στην κερδοφορία που ακολουθήθηκε διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα και τις τεράστιες περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες που αυτό επέφερε. Τονίζει την υποτίμηση του ρόλου της δημόσιας διοίκησης ως αναπτυξιακού μοχλού ανάπτυξης στο μοντέλο αυτό και την πολεμική που αναπτύχθηκε ακόμη και από «αριστερές» ιδεολογίες της κοινωνικής οικονομίας. Στη συνέχεια τονίζεται η σημασία των τοπικών αγορών εργασίας ως βασικού πυλώνα της αναπτυξιακής διαδικασίας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη τοπικών δικτύων και τη θεσμική ολοκλήρωση και το λειτουργικό εκσυγχρονισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που θα λειτουργούν σε ένα ουσιαστικά αποκεντρωμένο διοικητικό σύστημα. Στην συνέχεια εμβαθύνει στο μοντέλο περιφερειακού σχεδιασμού κοινωνικής ανάπτυξης και περιγράφει εμπεριστατωμένα την έννοια και το περιεχόμενο της κοινωνικής οικονομίας ως και τον τρόπο που αυτή ενσωματώνεται στην τοπική αναπτυξιακή διαδικασία. Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στο βαθμό ανάπτυξης του τομέα της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, ως και οι αναφορές που κάνει για περαιτέρω μελέτη του θέματος. Στη συνέχεια προχωρεί στο δεύτερο σκέλος της εργασίας του, δηλαδή στο σημαντικότατο ρόλο της συνεχούς και επικαιροποιημένης έρευνας, για την παραγωγή πληροφόρησης και γνώσης, στην ανάπτυξη του νέου αναπτυξιακού μοντέλου που προτείνει. Τα στοιχεία αυτά συστηματοποιούνται με τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων πόλων καινοτομίας στις τοπικές κοινωνίες που περιλαμβάνουν τους τοπικούς/περιφερειακούς εταίρους, δηλαδή τα Πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, τις επιχειρήσεις και τους φορείς της δημόσιας διοίκησης και της αυτοδιοίκησης.

Το άρθρο Αθλητισμός και οικογένεια στις τοπικές κοινωνίες. Μια ερευνητική προσέγγιση στο Δήμο Καλλιθέας Αττικής των Αλέξανδρου Ζαβού και Κώστα Ρόντου παρουσιάζει τα πρώτα αποτελέσματα εμπειρικής ποσοτικής έρευνας με γενικό στόχο τη διερεύνηση του ρόλου της οικογένειας στη συμμετοχή των παιδιών σε αθλητικές δραστηριότητες και συγκεκριμένα να προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά των γονέων που ευνοούν λιγότερο ή περισσότερο τη συμμετοχή αυτή στο Δήμο Καλλιθέας. Παρότι τα αποτελέσματα είναι ενδιαφέροντα και μάλιστα σε θέματα που δεν έχουν διερευνηθεί στην Ελλάδα, το άρθρο έχει αξία και ως απόδειξη της δυνατότητας της εμπειρικής έρευνας να αποτελεί εργαλείο παραγωγής στατιστικών δεδομένων και πληροφοριών, αντικειμενοποιώντας, με τον τρόπο αυτό, το σχεδίασμά σε τοπικό επίπεδο. Η διενέργεια τέτοιων ερευνών, αν χρηματοδοτηθεί, ώστε να τεκμηριωθεί πληρέστερα, θα αποτελέσει ισχυρό εργαλείο διερεύνησης των τοπικών κοινωνιών, δράσης απαραίτητης στο πλαίσιο της τεράστιας αναδιοργά¬νωσης που επιχειρείται την περίοδο αυτή στον περιφερειακό οργανωτικό χάρτη της Χώρας. Η έρευνα αυτή αποτελεί παράδειγμα επιλογής μεθοδολογίας στα όρια της εφικτότητας και του περιορισμού των πόρων αυτής, χωρίς» βέβαια να διακυβεύεται σε μεγάλο βαθμό η επιστημονική εγκυρότητα. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν αρχικά το θεωρητικό πλαίσιο του θέματος, με αναφορές στον Bourdieu και σε άλλους κοινωνικούς επιστήμονες ως και στα αποτελέσματα άλλων ερευνών που πραγματοποιήθηκαν διεθνώς και στη συνέχεια δίνουν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην πρωτογενή έρευνα, όπου σχολιάζουν και μεθοδολογικά θέματα που αντιμετώπισαν, όπως είναι ο βαθμός μη απόκρισης των ερευνηθέντων (nonresponse rate). Ακολουθεί η παρουσίαση των αποτελεσμάτων, όπου είναι χαρακτηριστική η συμβατότητά τους με τη διεθνή πρακτική και θεωρία, παρά την περιορισμένη σχετικά κάλυψη που είχαν οι ερευνηθέντες γονείς στο μεγάλο Δήμο της Καλλιθέας Αττικής.

Κώστας Ρόντος
Επιμελητής της Έκδοσης

Περιεχόμενα

Εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή της έκδοσης 9
Βιογραφικό σημείωμα των συγγραφέων 23
Α’ ΜΕΡΟΣ
Μέθοδοι και τεχνικές χωρικής ανάλυσης
ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΝΤΟΣ και ΦΛΩΡΑ ΤΣΑΠΑΛΑ
Περιφερειακή ανάλυση του πληθυσμού και των δημογραφικών παραγόντων της Ελλάδας κατά την περίοδο 1951-2011 37
ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΚΗΣ και ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΓΑΝΗΣ
Παράγοντες χωροθέτησης δραστηριοτήτων σε παραγωγικές συγκεντρώσεις του αστικού χώρου: Η περίπτωση του Ελαιώνα 83
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΛΑΣ
Περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη στην Κοινωνία της Πληροφορίας 107
ΕΥΑΝΘΙΑ ΜΙΧΑΛΑΙΝΑ και ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αειφόρος τουριστική ανάπτυξη:
Ελέγχοντας την τουριστική ζήτηση μέσα από τη διανομή του ενεργειακού πόρου 129
ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΝΤΟΣ και ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΟΛΑΤΟΓΛΟΥ
Αθλητικά μέγα-γεγονότα: Η οικονομική-κοινωνική σημασία τους και η στρατηγική ένταξής τους στον περιφερικό-τοπικό σχεδιασμό 161
ΕΛΕΝΗ ΚΙΤΡΙΝΟΥ
Νησιωτικότητα και ο ρόλος των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) για την ανάπτυξη 183
Β’ ΜΕΡΟΣ
Εργαλεία και συστήματα υποστήριξης περιφερειακού σχεδιασμού
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ και ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΚΗΣ
Μικροπεριφερειακός Αναπτυξιακός Σχεδιασμός και Τοπική- Ενδογενής Ανάπτυξη: Η περίπτωση της Δυτικής Αττικής με έμφαση στο Θριάσιο Πεδίο 223
ΑΝΕΣΤΗΣ ΓΟΥΡΓΙΩΤΗΣ και ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΛΙΜΙΓΚΑΣ
Η νέα ταυτότητα του ελληνικού τοπίου: μηχανισμοί και εργαλεία για την διαχείριση του 265
ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΜΗΣ
Η χρήση εργαλείων ανοικτού κώδικα στην χωρική ανάλυση 291
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΛΑΣ
Ολοκληρωμένα συστήματα υποστήριξης περιφερειακής πολιτικής 313
ΝΙΚΟΣ ΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Η συμβολή της κοινωνικής έρευνας και γνώσης στον περιφερειακό σχεδίασμά μορφών κοινωνικής ανάπτυξης 333
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΒΟΣ και ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΝΤΟΣ
Αθλητισμός και οικογένεια στις τοπικές κοινωνίες: Μια ερευνητική προσέγγιση στο Δήμο Καλλιθέας Αττικής 373